- ἐννεάφθογγος
- ἐννεᾰ-φθογγος, ον,A of nine notes,
μέλος Trag.Adesp.546.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλος Trag.Adesp.546.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εννεάφθογγος — ἐννεάφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει εννέα μουσικούς φθόγγους (νότες) … Dictionary of Greek
ἐννεάφθογγον — ἐννεάφθογγος of nine notes masc/fem acc sg ἐννεάφθογγος of nine notes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek